- φλυάκων
- φλύαξtragic burlesquemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλυακογραφία — ἡ, Α [φλυακογράφος] συγγραφή φλυάκων, σατιρικών τραγουδιών … Dictionary of Greek
φλυακογράφος — ὁ, Α συγγραφέας φλυάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλύαξ, ακος «είδος κωμικών ποιημάτων» + γράφος*] … Dictionary of Greek